ament

Η.Π.Α. ['æmənt]
Η.Β. ['æmənt]
  • n.【植】葇荑花序;〈英〉智力欠缺的人;呆子
  • Web柔荑花序;白痴;精神错乱者
n.
1.
【植】葇荑花序
2.
〈英〉智力欠缺的人;呆子,白痴

Ενδεικτική πρόταση

Ορισμός:
Κατηγορία:ΌλεςΌλες,ΠροφορικήΠροφορική,ΓραπτήΓραπτή,ΤίτλοςΤίτλος,ΤεχνικήΤεχνική
Προέλευση:ΌλεςΌλες,ΛεξικόΛεξικό,WebWeb
Δυσκολία:ΌλεςΌλες,ΕύκολοΕύκολο,ΜέτριοΜέτριο,ΔύσκολοΔύσκολο